- ἐνεπιμένω
- ἐνεπι-μένω,A remain in or about,
ἐπίτινα τόπον Peripl.M.Rubr.65
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπίτινα τόπον Peripl.M.Rubr.65
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek